- παίχτης
- ο, θηλ. παίχτριαβλ. παίκτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παίχτης — ο θηλ. παίχτρια αυτός που παίζει, που παίρνει μέρος στο παιχνίδι: Μας λείπει ένας παίχτης ακόμα για να γίνει το παιχνίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκάκι — Το παιχνίδι για δύο άτομα, με πεσσούς, (πιόνια), οι οποίοι καθώς μετακινούνται από τους παίχτες, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, δίνουν τη σχηματική διεξαγωγή μιας μάχης. Κατάγεται πιθανότατα από την Ινδία (η λέξη προέρχεται από το περσικό σαχ,… … Dictionary of Greek
γκολφ — Άθλημα ανοιχτού χώρου. Κατά τη διάρκειά του, κάθε παίκτης προσπαθεί να ρίξει την μπάλα με όσο το δυνατόν λιγότερα χτυπήματα, μέσα σε διαδοχικές τρύπες ενός κατάλληλα διαμορφωμένου γηπέδου.Κάθε παίκτης χτυπάει την μπάλα με κατάλληλα ρόπαλα… … Dictionary of Greek
κουμαρτζής — ο [κουμάρι (ΙΙ)] 1. παίχτης τυχερών παιχνιδιών 2. (κατ επέκτ.) ο επαγγελματίας χαρτοπαίκτης … Dictionary of Greek
παίκτης — και παίχτης, ο, θηλ. παίκτρια και παίχτρια (Α παίκτης, θηλ. παίκτειρα) [παίζω] πρόσωπο που μετέχει σε παιχνίδι νεοελλ. 1. αθλητής σε ομαδικό άθλημα 2. αυτός που παίζει με εμπειρία και πάθος τυχερά ή άλλα παιχνίδια αρχ. χορευτής ή παίκτης … Dictionary of Greek
παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… … Dictionary of Greek
ακροχειρία και ακροχειρισμός — Αρχαίος αθλητικός όρος που σημαίνει τη συμπλοκή και την πάλη με τα χέρια. Συνηθίζονταν από τους αρχαίους στο αγώνισμα παγκράτιο που ήταν συνδυασμός πυγμαχίας και πάλης. Οι αντίπαλοι προσπαθούσαν πριν από την κανονική συμπλοκή, να πιάσει ο ένας τα … Dictionary of Greek
Στρότζι Μπερνάρντο, ο επονομαζόμενος Γενοβέζος Καπουτσίνος — (Strozzi). Ιταλός ζωγράφος (Τζένοβα 1581 – Βενετία 1644). Μπήκε στο τάγμα των Καπουτσίνων το 1598 και μετά παραμονή πολλών ετών αποχώρησε το 1630. Την καλλιτεχνική του μόρφωση την απόχτησε στη Γένοβα και επηρεάστηκε από την τοπική τεχνοτροπία της … Dictionary of Greek
συνδυαστικός λογισμός — Είναι γνωστός και ως συνδυαστική ανάλυση. Κλάδος της αριθμητικής, που εξετάζει τις διάφορες δυνατές ομαδοποιήσεις με διάφορα αντικείμενα ή σύμβολα. Αν έχουμε τρεις σφαίρες με διαφορετικό χρώμα (άσπρο, κόκκινο, πράσινο) και θέλουμε να σχηματίσουμε … Dictionary of Greek
εξτρέμ — ο, το άκλ., (λ. αγγλ.), ακραίος επιθετικός παίχτης, ο έξω δεξιά ή ο έξω αριστερά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)